Ἀντηνορίδαο

Ἀντηνορίδαο
Ἀντηνορίδᾱο , Ἀντηνορίδης
masc gen sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δάμαρ — ( αρτος), η (Α) η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάμαρ ( αρτος) (< *dm ) συνδέεται με τη λ. δόμος «σπίτι» (< *dom ), αλλά διχάζονται οι απόψεις για το τελικό αρ άλλοι θεωρούν τον τ. δάμαρ ως αρχ. ουδέτερο παρεκτεταμένο τ. με γ και επίθημα t (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”